- τεράμων
- (I)-ον, Α1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *ter- «τρίβω, διατρυπώ», πιθ. μέσω αμάρτυρου ουδ. *τέραμα (πρβλ. πῆμα: ἀπήμων: πήμων) και συνδέεται με τα τείρω* «κατατρίβω», τέρην* «μαλακός, τρυφερός»].————————(II)-οντος ή -ωνος, ὁ, Ακάλαμος, καλάμι.
Dictionary of Greek. 2013.